- δυναμερός
- δῠνᾰμερός, ά, όν,A potent, of drugs: hence as Subst., φυσικὰ δυναμερά, title of work by Ps.-Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, cf. Archig. ap. Aët. 3.114.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυναμερός — ή, ό (AM δυναμερός, ά, όν) 1. δυνατός, ισχυρός 2. (για υποστήριγμα) αυτός που έχει αντοχή αρχ. μσν. (για φάρμακο) ισχυρός, τονωτικός … Dictionary of Greek
δυναμερά — δυναμερός potent neut nom/voc/acc pl δυναμερά̱ , δυναμερός potent fem nom/voc/acc dual δυναμερά̱ , δυναμερός potent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμεροῖς — δυναμερός potent masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμεροῦ — δυναμερός potent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμερῷ — δυναμερός potent masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)